- ασφυξία
- Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι πολλαπλά και δρουν είτε παρακωλύοντας την πρόσληψη οξυγόνου από τον ατμοσφαιρικό αέρα με την αναπνοή (πρωτοπαθής α.) είτε παρεμποδίζοντας τη χρησιμοποίηση του οξυγόνου από τους ιστούς (δευτεροπαθής α.). Τα αίτια τα οποία προκαλούν την α. είναι τα εξής: μηχανικά, δηλαδή απόφραξη των αναπνευστικών οδών από ξένα σώματα, όπως στον πνιγμό, ή εξωτερική συμπίεση, όπως συμβαίνει στον απαγχονισμό και τον στραγγαλισμό ή ηλεκτροπληξία, οπότε το ηλεκτρικό ρεύμα διαπερνώντας το σώμα προκαλεί σπασμό των αναπνευστικών μυών· χημικά, δηλητηρίαση από αέρια, όπως μονοξείδιο του άνθρακα, φωταέριο κ.ά. ή από νευροτοξικές ουσίες, όπως η στρυχνίνη ή τα ναρκωτικά. Τα κυριότερα αίτια που παρεμποδίζουν την αναπνευστική λειτουργία είναι η συμπίεση των αναπνευστικών οδών από διάφορους όγκους, η παράλυση των αναπνευστικών μυών, που μπορεί να συμβεί στην πολιομυελίτιδα, και η διφθερίτιδα του λάρυγγα.
Η α. εκδηλώνεται κλινικά με αναπνευστική δυσχέρεια, η οποία σ’ έναν πρώτο χρόνο είναι κυρίως εισπνευστική και συνοδεύεται από έντονη ανησυχία· σ’ έναν δεύτερο χρόνο εμφανίζονται σπασμωδικές εκπνευστικές κινήσεις, οι οποίες συνοδεύονται από γενικευμένους μυϊκούς σπασμούς και απώλεια της συνείδησης. Αυτή τη φάση διαδέχεται το στάδιο του φαινομενικού θανάτου με πλήρη χαλάρωση ολόκληρου του μυϊκού συστήματος, διακοπή της αναπνοής και εξαφάνιση του σφυγμού και τέλος επέρχεται ο θάνατος. Η θεραπευτική αγωγή επί α. συνίσταται πρώτα στην αντιμετώπιση της δηλητηρίασης ή στην απομάκρυνση του αιτίου της απόφραξης των αναπνευστικών οδών, ύστερα εκτελείται τεχνητή αναπνοή και στη συνέχεια χορηγούνται φάρμακα που διεγείρουν την αναπνοή και την καρδιακή λειτουργία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η α. των νεογνών, η οποία οφείλεται σε ανεπαρκή οξυγόνωση του εμβρύου κατά τον τοκετό ή σε εγκεφαλική αιμορραγία του νεογνού με βλάβη όλων των νευρικών κέντρων που, όπως είναι γνωστό, προΐστανται της αναπνοής.
* * *η (Α ἀσφυξία) [άσφυκτος]δυσχέρεια ἡ διακοπή της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από έλλειψη οξυγόνου και περίσσεια διοξειδίου του άνθρακα.
Dictionary of Greek. 2013.